Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου .
Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι ,
εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι ,
μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει .
Τι ΄ναι τούτα δω τα σκιάχτρα μου λέει .
Δεν είναι για σένα η λούφα , κορίτσι μου .
Πάλι πλαστογραφίες κάνεις;
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό .
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί .
Δεν πειράζει , λέω .
Πάμε γι΄ άλλα .
Όπως και να 'χει το πράμα , η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα . Όρτζα τα πανιά λοιπόν .
Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου .
Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεφούσκωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη .
Ένα ψαροκάικο , δίχως ρότα .
Πού πάμε καπετάνιο με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι .
Όπου πάν΄ τα κύματα ! λέω επίσημα εγώ .
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι , σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα .
Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει .
Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους , αληταράδες .
Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες .
Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά .
Πού να χωρέσουν μέσα μου ολ' αυτά , πού να στριμωχτούν, π΄ ανάθεμά τα..